- κροκόδειλος
- και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος)σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλιααρχ.διάφορα είδη σαύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό-διλος πιθ. < κροκό-δριλος < κρόκη «χαλίκι» + δρῖλος «σκουλήκι», με ανομοίωση τού -ρ- (πρβλ. φρατρία: φατρία). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανήκει στο προελλ. γλωσσικό υπόστρωμα. Πρόκειται για λ. ευρείας χρήσεως, που αρχικά σήμαινε «διάφορα είδη σαύρας» και κατέληξε αργότερα να δηλώνει τους κροκοδείλους τών ποταμών Νείλου και Ινδού. Το -ει- τού τ. κροκόδειλος οφείλεται σε σφάλμα ιωτακισμού, ενώ ο σχηματισμός τού τ. κορκόδειλος σε μετάθεση. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή crocodilus και απ' αυτήν διάφορες ευρωπ. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. crocodile).ΠΑΡ. κροκοδ(ε)ιλίζωαρχ.κροκοδιλέα, κροκοδίλεον, κροκοδιλιάς, κροκοδίλινος, κροκοδιλίτηςνεοελλ.κροκοδείλιος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κροκοδιλοβοσκός, κροκοδιλόβρωτος, κροκοδιλόδηκτος, κροκοδιλοειδής, κροκοδιλοπάρδαλις, κροκοδιλοτάφιον].
Dictionary of Greek. 2013.